ΑΓΑΠΩ ΤΗ ΖΩΗ

Με τα μάτια, την ψυχή, της καρδιάς μου το πάθος,
τ’ ατενίζω πανέμορφη, να υφαίνεις τους κόσμους.
Να οράς και ν’ ακούς. Δεν μετέχεις στις πράξεις. Μόνο γράφεις.
Προσκαλείς τον καθέναν. Και σκορπίζεις ατολμία και φόβους.

Και μετράς της καρδιάς κάθε κτύπο, της ψυχής τον παλμό,
ανιχνεύεις τον πόθο, το Έρμα της Γνώσης, το ΕΓΩ.
Στ’ ουρανού το βιβλίο τα γράφεις, μεγραφίδα από φως,
απ’ το φως, που φωτίζει το δρόμο, πιο κοντά σου ν’ αρθώ.

Με προσμένεις κοντά σου, να φράψω το Μεγάλο μου Έπος.
Να ακούω Θεόπεμπτη κόρη, Πανώρια ΕΛΠΙΔΑ,
που διδάσκεις σιωπούσα και δείχνεις τα άπειρα ‘στέρια,
μ’ ένα κλάδο στο χέρι ροδιάς, μ’ ένα αιθέριο νεύμα.

Πιο ψηλά ν’ ανεβώ και να κόψω για σένα μονάχα,
με Γνώση, πίστη και θάρρος, κλάδους κι’ ανθούς της ροδιάς,
και μ’ αυτά να σου πλέξω στεφάνι λαμπρό της Αγάπης,
όχι, με νίκες και ήττες. Με απέριττους κλάδους ελιάς.

Στην ποδιά σου σπονδή, να προσφέρω στο Βωμό του ΑΓΩΝΑ.
Φόρο τιμής κι’ ανέκλητο όρκο, στων πατέρων την Μνήμη,
ν’ανεβαίνουν οι γόνοι, πιο ψιλά κι’ απ’ τον Ήλιο,
να υφαίνουν με νήμα Ηλιαχτίδων, της κόρης την κλίνη.
Και να νοιώθω το καυτό της, το Βελούδινο χάδι.

Στο καυτό της βελούδο να γράψω: Σ’ ΑΓΑΠΩ.
Αγαπώ την ΕΛΠΙΔΑ, την πανεμορφη κόρη.
Τον σκοπό της ζωής, το οδηγό μου ΑΣΤΕΡΙ.
Που διδάσκει και θέλγει και μου πλέκει τα φτερά να πετάξω,

Στο πεδίο της Ουράνιας Μάχης. Εκεί που θάλλει η Τάξη.
Να κερδίσω μια άνιση Μάχη, της ΕΛΠΙΔΑΣ την χάρη.
Να της πλέξω στεφάνι, με ένα απέριττό κλάδο ελιάς.
Να της γράψω και πάλι, με γραφή της φωτιάς το μελάνι,
με το δόρυ τιμής, των Μουσών το δοξάρι. Σ’ ΑΓΑΠΩ .

Αγαπώ τη Ζωή, το ανέκκλητο θαύμα.
Αγαπώ τον Θεό, το ανεκλητο δώρο, νάμαι ο Γιός.
Αγαπώ και ποθώ την Αδήριτη Μάχη, στου Θεού το Αλώνι.
Αγαπώ την Ελπίδα, την πηγη της Ζωής και του πάθους.
Την πανώρια κόρη, που όλο δείχνει τον δρόμο της ΠΑΛΗΣ.

Αγαπώ την Κόρη, την Πρώτη Ερωμένη του Ήλιου,
Που τα γέννησε όλα, και σμιλεύει σε όλα φτερα,
Να πετάξουν ψηλά και να γίνουν αστέρια,
Αγαπώ την Πατρίδα τ’ Ανθρώπου, την Μεγάλη Μητέρα,

Την Ελλάδα, την πανέμορφη κόρη του Ήλιου.
Ένα Κόσμο, κοσμημένο με κλάδους ελιάς. Μια ιδέα.
Σ’ αυτόν τον κόσμον, αθλείται ο Έλληνας Γιός,
να συντήξει Έρωτα, Πάλη και Γνώση, σε άδυτο φως.


  • «Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί σε αυτά που γίνονται στον κόσμο.» Ηράκλειτος
  • Η ΕΛΠΙΔΑ, η πανέμορφη κόρη, είναι μέσα σου. Από σένα προσμένει να της αποδείξεις ότι αξίζεις το ποθούμενο νεύμα, την χάρη και την αποδοχή της. Είναι η πανέμορφη κοιμώμενη κόρη, Η ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ, που όλο σε προσμένει, να της δώσεις το φιλί της ζωής να ανατάξεις μαζί της την δημιουργική σου Θεότητα.
  • Το ανέκλητο θαύμα της ζωής. Η κοσμική Νόηση. Ο Γιός του Ανθρώπου και η συνειδητοποίησή του, μέσα από την Γνώση, σαν καρπός της αέναης Πάλης.
  • Η ΕΛΠΙΔΑ, μέσα από την κατάκτησή της διά του Αγώνα και της Γνώσης, την ωρίμανσή μας και την ανάταξη της αυτοπεποίθησής μας.