ΕΛΠΙΔΑ ΠΑΝΩΡΙΑ ΚΟΡΗ – ΘΕΑ ΜΟΥ

Ελπίδα, Πανώρια κόρη, Θεά μου.
Στα όνειρά μου σε βλέπω νύχτα και μέρα,
Πανώρια και Αιθέρια, Ουράνια,
να με θέλγεις κοντά σου ναρθώ.

Λαχταρώ ένα ακόμα της σαγήνης σου νεύμα,
Ένα ακόμα στα χείλη μειδίαμα,
η ψυχή μου προσμένει. Η καρδιά σου,
να χτυπά στο δικό μου παλμό.

Το κλαδί της ροδιάς που κρατάς στο δεξί σου το χέρι,
να το δω ανθισμένο, μυροβόλο Ανθό.
Να στηρίζεις το Αιθέριο σου σώμα,
στης Αγκύρας το μπράτσο.

Φορτωμένη με γνώση και πείρα,
μυστικά, τραγωδίες και πάθη.
Του Ποσειδώνα οργή και το μένος,
των πολέμων την κλαγγή,
της διχόνοιας το άμετρο μίσος.

Να συνάπτεις συμφωνίες με τ’ άστρα.
Όποιον στείλεις κοντά τους μ’ αγάπη,
να τον κάνουν αστέρι λαμπρό.
Ένα αστέρι στων Αγγέλων την Πόλη.

Ελπίδα, Πανώρια κόρη, Θεά μου,
ακριβή μου ‘Χρυσέα’ και Μητέρα της Φήμης,
αδελφή της πολύφερνης ‘ΤΥΧΗΣ’,
και της άλλης αδελφής, της αδάμαστης κόρης,
της ανέραστης και στείρας ‘ΕΙΡΗΝΗΣ’.

Κόρες εσείς του Ξένιου Δία,
αιτηθείτε απ’ των Θεών τον Πατέρα, τον Δία,
την Πατρίδα του Ανθρώπου,
την κόρη του Ήλιου να σώσει.

Να υπερβεί, σαν Αετός, κεραυνός κι’ αστραπή,
των Λεγεώνων του Κρόνου τα άβατα.
Τα δικά της συμπλέγματα.
Και τα μύρια φαντάσματα.

Εσύ που γράφεις απλώς και οράσαι τα πάντα,,
Εσύ ο λώρος της άπειρης νόησης,
με το δικό μας το Είναι.
Προσευχήσου στο κοινό μας Πατέρα, για μας.

Εσύ πανώρια κόρη, ΕΛΠΙΔΑ,
Και οι κόρες του Ξένιου ΔΙΑ,
αιτηθείτε, απ’ τον πρώτον Θεό,
την Πατρίδα τ’ Ανθρώπου,
την πρώτη του Κόρη, να σώσει.

Είναι η ΕΛΛΑΔΑ, Παντάνακτε ΔΙΑ,
Μάνα, κόρη, το ΣΥΜΠΑΝ, Εσύ.
Είναι η Ορσηίδα των Ελλήνων Μητέρα.
Είναι κόρη του Ήλιου, που φωτίζει την ΓΗ.

Είσαι της Γνώσης λιχνάρι, που φωτίζεις τους Νόμους,
που κοιτάζεις τ’ αστέρια. Η μεγάλη ψυχή.
που με γνώση σκορπίζεις το φόβο, την Άγνοια
και σμιλεύεις με σμίλη πόνου, Αγάπης και πίστης.

Την ψυχή και τον Νου. Εσύ ζυμώνεις το πνεύμα,
να ανθίσει, να καρπίσει, η φήμη,
να εισπράξω από Σένα, το αόρατο νεύμα.
Έλα πέρνα. Το μπορείς. Να τριγύσεις Αστέρια,

να ριζώσει βαθιά στην ψυχή μου, το νεύμα,
πως με θέλεις κοντάσου ακόμα,
να παλεύω, με πλώρη Εσένα,
ν’ ανεβαίνω, να πέφτω. Να μην πέσω σε κώμα.

Νάσαι Εσύ η γλυκειά οπτασία.
Ένα εφήμερο και βελούδινο χάδι.
Νάσαι Εσύ το κλαδί της ελιάς στην Αρένα.
Μια ματιά σου να μου δίνει την ορμή και τη χάρη.


  • Κατά τον μύθο της ΕΛΠΙΔΑΣ, η πανώρια κόρη με το ένα της χέρι κρατά κλάδο ροδιάς και κοιτάζει τ’αστέρια και με το αριστερό της αγκώνα στηρίζεται σε μία άγκυρα. Είναι η άγκυρα, του πολυταξιδεμένου πλοίου, που έλαβε μέρος σε πολλούς πολέμους που απόχτησε εμπειρίες, έζησε τρικυμίες, την οργή του Ποσειδώνα και το αβυσσαλέο μίσος των Ανθρώπων. Αυτά είδε η Άγκυρα, και μεταδίδει στην ΕΛΠΙΔΑ, τις Γνώσεις και τις εμπειρίες, τις τόσο αναγκαίες για το δύσκολο ταξίδι της ζωής. Μέσα από αυτή την υπεράνθρωπη πάλη και την Γνώση, ξεχωρίζουν οι λίγοι για λογαριασμό των οποίων η Ελπίδα, συνάπτει συμφωνίες με τ’ άστρα, και όποιον επιλέξει, γίνεται και αυτός άστερι λαμπρό, ανεβαίνει δηλαδή την σκάλα της καταξίωσης.
  • Κλαγγή: Ο διαπεραστικός ήχος που παράγουν συγκρουόμενα όπλα, σπαθιά, ασπίδες κλπ.
  • ‘Είναι απ’ το δέντρο του Θεόύ η ρίζα που κρατιέμαι. Δώστε μου μια ταυτότητα, να θυμηθώ ποιος είμαι.
  • «Υπερασπισθείτε την Ελλάδα. Σ’ αυτήν οφείλουμε τα φώτα μας, τις επιστήμες, τις τέχνες και όλες τις αρετές μας.»