ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΕΤΡΗΣΕΙ Τ’ ΑΠΕΙΡΑ;

Πήρε η Γυναίκα από την Γη, το όμορφο κορμί της,
τα μυστικά της θάλασσας τα σκότη των βυθών της,
των φυλλωσιών το θρόϊσμα, το γλυκοτράγουδό της,
της Άνοιξης τα χρώματα, το μύρο των Ανθών της.

Πήρε απ’ τον Ήλιο τη φωτιά, τα πυρπολούντα πάθη,
το φως, το αιθέριο κι’ άπλετο, τα πιο λαμπρά προικιά της.
Τον Φοίβο τον Βιγλάτορα, ακούραστο δρομέα,
τον έκανε Ερωμένον της, πυρσό στα όνειρά της.
Κατέκαψε την φλόγα του κι’ Ανδρείωσε το Τέρας.

Η θάλασσα είναι άβυσσος, ο Ήλιος και η λάβα,
κρύβουν μυριάδες μυστικά και άμετρα ερέβη.
Ποιός θα μετρήσει τ’ άπειρα και θα διαβεί τα βάθη;
Τα σκοτεινά και λάμποντα, τα Γυναικεία πάθη;

Πήρε η Γυναίκα από την Γη, πήρε κι’ από τον Φοίβο.
Πήρε απ’ το Σύμπαν, τ’ άμετρα τα άγνωστα και Θεία.
Ποιός θα μπορέσει να διαβεί, τις λάβες, τις αβύσσους;
Του Ήλιου τα πυρογενή, της Γυναικός τα μύχια;

Ποιό πλάσμα λοιδορήθηκε, πριν το φωτίσει ο Ήλιος;
Ποιό πλάσμα φωτοβόλησε, απλόχερα ο Πλάστης;
Εμφύτεψε στο Είναι του, το Μέγα Σχέδιό του;
Το προίκισε με πρόνοιες, ως και Θεούς να πλάθει;

Ποιό πλάσμα προικοδότησε ο Άπειρος να θέλγει,
στο διάβα του προσκυνητές σαν στάχυα όλη η Πλάση,
να υποκλίνεται σε Σε, Πανώρια, Θεία κόρη,
να σαγηνεύεις τα θεριά και να τά ημερώνεις;

Στο περιβόλι το εύανθον, είσαι το πρώτο Άνθος,
η πρωτοκόρη, η Κάλλιστη, των Θεανθρώπων η Μάνα.
Για Σε θ’ ανοίξουν φωτεινοί, για τα αστέρια δρόμοι,
Να ‘νέβουν οι Γιοί σου Άγγελοι, πιο πάνω απ’ τα Ουράνια.

Ν’ ανέβουν οι Γιοί, στις κορυφές, οι κόρες να σμιλεύουν,
ασπίδες Νίκης και Βωμούς, για τους Ανδρειωμένους.
Να ‘ναι ανεξίτηλη η γραφή, ανέκκλητος ο όρκος.
Το ΤΑΝ ή έπι ΤΑΣ επιταγή, στον Άπειρον τον χρόνο.

Αυτοί οι δρόμοι χάθηκαν, σαν την γραμμή στην άμμο.
Εκτρέπονται οι σκέψεις σου και διαθλάται ο κόσμος.
Γίνεται ο καθρέπτης θρύμματα, τα είδωλα συντρίμμια.
Και χτίζεται μ’ αθύρματα, ο ψεύτικός σου Θρόνος.

Αιώνες τώρα σ’ έρημους, σε φλογισμένη άμμο,
Χωρίς πυξίδα και νερό, καταμεσής στο Χάος.
Χωρίς ζωή, σε άνυδρες, σε ψεύτικες Οάσεις,
Ψάχνεις επιβεβαίωση, βρίσκεις μονάχα άχθος.

Κι’ όσο ζητάς τις ηδονές, πέφτεις σε άγριες δίνες,
ρουφήχτρες κάθε αξίας σου. Είδωλα φαντασίας,
να σε καλούν οι θελκτικές, του πάθους οι Σειρήνες,
όμορφες και τυραννικές, κύμβαλα τηραννίας.

Σε κάνουν κόρη μιαρή και μιά τεράτων Μάνα,
Όχι της Γνώσης την Θεά, την Μούσα της Αγάπης.
Να μην γητέυεις Σίσυφους, να μην γεννήσεις Δίες,
Σοφούς δασκάλους, Σπάρτακους και τις Γοργώ της Σπάρτης.

Και αναρτούν στην Αγορά, προς άγρα το κορμί σου,
που καταυγάζει τους Θεούς, η άχραντη μορφή σου.
Σαν σάρκα και σαν παίγνιον, προς συνουσία πόρνη,
σε θέλουν πάντα ανέραστη, στον πάγο την ψυχή σου.

Να είσαι, αιώνες των ‘ίσμών’ και των Θεών το πιόνι.
Σκλάβα και μάγισσα μαζί, πόρνη αλλά και Μάνα,
καβάλα πάντα ο κύριος, πιο πίσω το χαρέμι,
να κουβαλάς το βράχο σου και τα παιδιά στη νάκα.

Κι’ όμως, το μεγαλείο σου, η Μητρική πνοή σου,
δροσιά θα πνέει στην ψυχή, θα είσαι ο Άγγελός τους.
Μάνα γλυκειά, θα σε καλούν. Θα είσαι η Ασπίδα.
Όαση, Αιώνιος φύλακας, προστάτις και Θεός τους.

Κι’ ο Άνδρας, ο ανέραστος, άνοιστρος και αγροίκος,
θ’ αναζητά στα Όνειρα, στα μύχια της ψυχής του,
να μπεί στο Είναι σου βαθιά, για να τον πλημμυρίσεις,
να βρει πυξίδα κι’ Έρωτα, τη ρότα της ζωής του.

Θεόδωρος Δάλμαρης
(8.3.2022 – Για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας)

 

ΑΝΑΛΥΣΗ του ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Ο Άνθρωπος έχει εντός του εμφυτευμένο το χρέος να ανεβεί και να κατεβεί τη σκάλα της συνειδητοποίησης του Κόσμου. Το ίδιο και η Ανθρωπότητα ως ενιαίο σύνολο.

Η Αλήθεια αυτή, έχει καταστεί κατανοήσιμη από τα Αρχαία Ελληνικά χρόνια.
Τα ζώα είναι συγγενείς του Ανθρώπου και ο Άνθρωπος είναι συγγενής των Θεών, δίδασκε ο Πυθαγόρας.
Υποστήριζε στις διδασκαλίες του, την αγωνία των όντων για την ανάταξή τους στα επίπεδα των ανιόντων ειδών.
Την εγκλωβισμένη τάση της ύλης, να μετάσχει στην διαδικασία της πνευμάτωσής της, και το πέρασμά της στα Βασίλεια των φυτικών όντων.
Την λαχτάρα των φυτικών όντων, να αναταχθούν στον κόσμο του ζωικού Βασιλείου και εκείθεν στο Κόσμο των διαδοχικών κορυφών.
Στον Ανθρώπινο Κόσμο.
Σε ένα κόσμο, ανιόντων δυνάμεων, που οδηγούν πιο ψηλά.
Κόσμο που απαιτεί Ελεύθερη Βούληση. Θυσίες, γνώση και συνείδηση του ανοίκειν στο κοινό μέλλον.
Και στο κόσμο των κατιόντων, που ανήκουν στην άλλη, τη μαύρη όψη του κόσμου, που απεργάζεται την πτώση και την καταδίκη της δημιουργίας.

Στον εύκοσμο, τον ανώτερο κόσμο τον κεκοσμημένον με αξίες, ήθη και συναισθήματα. Αγάπη για τα πάντα και βεβαίως, τον Έρωτα.
Αυτές οι δυνάμεις, αρδεύουν, ζωογονούν και κινητοποιούν τους κοσμικούς λόγους ύπαρξης της ζωής και οριοθετούν το πέλαγος, όπου η Θεία ψυχή του Ανθρώπου, συναντιέται με το πεπρωμένο της, την ακόρεστη δίψα για ζωή, γνώση, και δημιουργία.

‘Δεν θα είχε αξία το Σύμπαν, εάν δεν ήταν το σπίτι των Ανθρώπων που αγαπάμε.’
Αυτή η πρόταση ανήκει στον γνωστό Αστροφυσικό Στίβεν Χόκινγκ, τον άνθρωπο που αντιτάχθηκε σε όλες τις εκφυλιστικές ασθένειες, έζησε μέσα σε ένα σώμα, πλήρως απαξιωμένο. Ανέταξε το πνεύμα και ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή της συνειδητοποίησης.

Αλήθεια, ποια θα ήταν η αξία του Σύμπαντος χωρίς την αγάπη προς τον Άνθρωπο και το Πάθος για την Γνώση;
Και ποια η Αξία του Άνδρα χωρίς την Γυναίκα, που γεννά και δημιουργεί ζωή;
Μέσα στο πέλαγος των παραπάνω ερωτημάτων, βασιλεύει η Γυναικεία Θεότητα, που γονιμοποιεί τον Άνδρα και τον καθιστά Αιώνιο Οδυσσέα, Σοφό, κατακτητή και Δημιουργό, ενός κόσμου μέσα στους άπειρους κόσμους.

Γι’ αυτό, είναι η Γυναίκα το δόρυ της αγάπης, ο ποταμός του πλούτου των συναισθημάτων, του Έρωτα, της Δημιουργίας και της Πραότητας.
Της αγάπης προς όλα τα όντα, όπως επιτάσσει ο Φυσικός Νόμος.
Της Γνώσης και της Σοφίας, που πατάσσει το φόβο και μας ελευθερώνει.

Του Έρωτα, που πυροδοτεί την θέλησή μας για υπέρβαση των αδιεξόδων και των κλειστών οριζόντων μας, που εξακοντίζει τη διχόνοια και αποτρέπει την σπατάλη δυνάμεων και την άσκοπη αντιπαλότητα, προσφέροντας πραότητα και συνθήκες δημιουργίας.

Του Έρωτα, του δεινότερου μεταξύ όλων των Θεών, που δεσπόζει και ενεργοποιεί τη Γυναικεία φύση, αρδεύει και ανατάσσει ο ενδόμυχος πόθος της και μετουσιώνει σε Γνώση, δημιουργικότητα, και πραότητα.
Που ανατάσσει τον Έρωτα της Αφροδίτης, σε Ουράνιο Έρωτα.

Αυτή η Θεϊκή της υπόσταση, αλλά κα η άλλη η διεστραμμένη, την οποία πρέπει να δούμε σαν δομικό στοιχείο του κόσμου μας, διατρέχει τους στίχους του ποιήματός μου.

Ποιος λοιπόν, θα μετρήσει τ’ άπειρα;
Πήρε η Γυναίκα από τη Γη, το όμορφο κορμί της. Τα μυστικά της θάλασσας, τα σκότη των βυθών της. Των φυλλωσιών το θρόισμα, το γλυκοτράγουδό τους. Τα χρώματα της Άνοιξης, τα μύρα των Ανθών της.
Πήρε και από τον Ήλιο τη φωτιά, τα πυρπολούντα πάθη.
Τον έκανε ερωμένο της, μέσα στα όνειρά της.

Σαγήνεψε δηλαδή, τον πρώτο μεταξύ των πρώτων, τον Φοίβο, να του προσφέρει τα κάλλη της, τα πάθη της, τα πυρογενή και τα Θεία.
Έκτοτε παραμένει ανικανοποίητη και διεκδικούμενη.

Και ο Άνδρας, ταγμένος να εξερευνάει τον άπειρο Κόσμο, τον επίσης ανεξερεύνητο και σαγηνευτικό κόσμο της Γυναίκας, που πρέπει επίσης να γνωρίσει και να κατακτήσει.

Ίσως γι’ αυτό η Γυναίκα, λοιδορήθηκε και απαξιώθηκε, αγαπήθηκε, αλλά και μισήθηκε, όσο τίποτε, πάνω στο κόσμο, γιατί είναι ανέφικτη η εξερεύνησή της και η κατάκτησή της, όπως και το άπειρο Σύμπαν.
Γι’ αυτό ο Άνθρωπος διατρέχει, ερήμους χωρίς πυξίδα. Πάντα διψασμένος, χωρίς ελπίδα, καταμεσής στο χάος.
Γι’ αυτό και τα αδιέξοδα της Ανθρωπότητας.
Γι’ αυτό, και το αναπάντητο ερώτημα; Ποιος θα μετρήσει τ’ άπειρα και τα σαγηνευτικά της Γυναίκας;

Ποιος θα διαβεί τα άβατα και τα πυρογενή της; Κανείς.
Είναι δηλαδή η γυναίκα το πλέον πολυσύνθετο, άγνωστο, αλλά και το πλέον προικισμένο με χάρες, γέννημα της Φύσης και του Σύμπαντος.
Είναι η ζωοποιός και η δημιουργική δύναμη, που αναμένει τον Ιχνηλάτη και εξερευνητή του Κόσμου μας, Άνδρα – Σίσυφο, να την αγαπήσει, χωρίς μέτρο.

Να τον ανεβάσει στα φτερά του Έρωτά της για να συντηχθούν σε ένα δίπολο, ενιαίο, άτμητο και αδιαίρετο. Και τη γυναίκα να κυοφορήσει και να μεταγγίσει το πάθος της Γνώσης, την Σοφίας, τον Έρωτα, της Δημιουργίας και της Πραότητας.

Αυτά είναι τα υλικά, που μέσα από την κοινή και αέναη πάλη, δομείται το έργο της Δημιουργίας.

Θεόδωρος Δάλμαρης

ANALYSIS OF THE POEM IN ENGLISH:
WHO WILL COUNT THE INFINITE
by Theodoros Dalmaris

Theodoros Dalmaris, through his poem, expresses the fact that all the entities on Earth, matter, plants, animals and man, are creatures of Nature’s Laws. In other words, the laws of creation.

In the first stanzas of the poem, the poet refers to the fact that:

Woman took from the Earth, her beautiful body. The secrets of the sea,
the darkness of her depths. The rustling of the foliage, the sweetness of their song.
The colours of Spring, the myrrh of her blossoms.
She took the fire from the Sun, his fiery passions.
She made him her lover, within her dreams.
She incinerated his flame, and transformed the monster into Man.

This is probably why Woman was slandered and scorned so much compared to other living creatures, before the light of the Sun fell upon her to give her power and divinity. Even though the Creator showered her lavishly with gifts, and she became the mother of the Gods, charming and taming wild beasts, Woman still remains a slave. The same applies to her sons and daughters, allowing the powers of evil to govern the world. Her sons become victims, and the truth disperses into infinite fragments just like the shards of a broken mirror.

For thousands of years now, Mankind has been traversing the fiery deserts without a compass, without water, without a cause, surrounded by chaos, living in a false oasis.
Woman has been dishonored and instead of giving birth to sons and nurturing them to create a better world, and daughters that will give birth to heroes and men of wisdom, she gives birth to slaves resigned to their coarse passions, unable to fight for their freedom.

This is the reason for the unanswered question: ‘Who counts the infinite and the charms of Woman?’
Who will cross the impasses and quagmires of the world? Nobody.
On the one hand, Woman is the most complex and unknown being, but on the other hand, the most gifted with graces, born from Nature and the Universe.
She is the life-giving and creative force, who awaits the pathfinder and the explorer of our World, Man – Sisyphus, to love her without limits.

Woman is the one that carries Man on her wings of Love so that are fused into a dipole. She is the one, who together with her husband, give birth to her children and transmit to them the passion for Knowledge, Wisdom, Love, Modesty, and Freedom.
Through this fusion of Woman and Man, is created the vibrant and liberated person.

It is not easy to transfer a poem from Greek to English. The Greek language has been molded for thousands of years and such a poem has very fine shades of meaning.
I hope that I have been able to convey the basic meaning of the poem.

Despena Dalmaris