ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Έρωτα, πρωταρχικέ, Αγνέ, Μέγα και Εράσμιε,
με τους Θεούς και τους θνητούς πυρίδρομε συμπαίκτη,
πολύμορφε, ηδύ, πτερόεντα και διφυή Δεσπότη.
Εσύ δίνεις στον κόσμο την πνοή, την σκάλα να ανέβει.

Μόνο Εσύ Ουράνιε Θεέ, Έρωτα δολοπλόκε,
δίνεις μορφή στα άμορφα, στην αταξία τάξη.
Δίνεις ψυχή στα άψυχα, υπόσταση στον Νόμο.
Δίνεις στο φως λαμπρότητα, στ’ ανάξια, αξία.

Συμπαίζεις μ’ Ανθρώπους και Θεούς στα Γήπεδα της Πάλης.
Διατρέχεις τα υπέργεια, αγιοποιείς τα φαύλα.
Συνθέτεις Ιερά κι’ ανίερα στα δίχτυα της Ανάγκης,
κεντάς το Θείο υφαντό, στον Νου της Ειμαρμένης.

Βροτούς, Θεούς και τα άζωα, ζωογονείς και τέρπεις,
Μόνο Εσύ ευπάλαμε, τεκνοποιείς και θάλλεις.
Λειώνεις τον πάγο της καρδιάς, στην αγκαλιά του Ήλιου,
Σπερμοδοτείς τα Άγονα, με σπέρμα της ΑΝΑΓΚΗΣ.

Έρωτα τ’ Απείρου σύζευξη, με το πεπερασμένο,
το δόρυ στου ΠΑΡΙ την καρδιά, της όμορφης Ελένης,
Εκάρφωσες και ανάβρυσε, στης Σπάρτης την ψυχή,
κατάρα κι’ οργή, π’ ανθοβολεί πάντα η Ειμαρμένη.
Μα είναι ο Έρωτας Θεός, πύρωμα της ΑΝΑΓΚΗΣ.

Πάθος – φιλότης. Δύναμη, π’ αναγεννά τον κόσμο.
Πνοή στης Μοίρας τα φτερά, Πάθος Δημιουργίας.
Ή Πάθος – Νείκος. Δύναμη, διάσταση, θανάτου;
Της αταξίας εκτόνωση, προς μία νέα τάξη;

Δύναμη της φιλότητας, ενοποιός των φύλων,
δυό φύλων ετερώνυμων. Δυό πόλων, ενός διπόλου,
άτμητων κι’ αδιαίρετων, μιά φωτεινή Οντότης,
που αγωνιά ν’ αναταχθεί, να γίνει και Θεότης.

Είναι ο Έρωτας, πρώτος Θεός. Είναι και Μέγας ψεύτης,
το θήλυ θέλει σαν Θεά, πάντα να καταυγάζει,
τον άρρενα να κατακτά κι’ αυτός να κόβει αστέρια,
κάθε φορά πιό λάμποντα, να ρίχνει στην ποδιά της.

Να στέφει αυτήν Βασίλισσα, στα Αδυτα Βασίλεια.
κι’ όλο να σπρώχνει τα όρια τους Ουρανούς, σαν ΑΤΛΑΣ,
και να τρυγά απ’ τα Σύμπαντα, αστερισμούς και Ήλιους,
να αναζητά κάθε βραδιά, πιο πυρωμένα χάδια.

Κι’ όσο αυτός θ’αναζητά, εκείνη θα προσμένει.
Θ’ αναζητά το όνειρο, πιο Ανδρειωμένον Άνδρα.

Δία Πρώτε Θεέ και Άμωμε, του κόσμου Αρχηγέτη,
των Γυναικών δεν άντεξες του Έρωτα την ζάλη,
ήπιες κρασί παραίσθησης, πάτησες τους κανόνες,
Εσύ ο πρώτος των Θεών, έπεσες στην κραιπάλη .

Κι’ έγινες άθυρμα Θεός, ο πολυγάμης Δίας.
Μασκαρεμένος πλάνεψες κι’ ατίμασες τις κόρες,
πρόδωσες θρόνο, Ιερά, του Όλυμπου τους Νόμους,
κατέβηκες πολλά σκαλιά, στους σκοτεινούς Αιώνες.

Και φώλιασε στα τρίσβαθα του Παν-Ηγέτη, Πόθος.
Πόθος καυτός, ο Έρωτας, ο Δαμαστής της σκέψης.
Με τους Ανθούς του ο Μέγιστος, εκόσμισε το χάος,
κάθε μυχό της Άβυσσου. Στου Έρεβους τα μύχια.

Δία, Θεέ παντάνακτα, η όμορφη Πανδώρα
με Έρωτα κρασί σε μέθυσε, στου υμέναιου την κλίνη,
και τον καρπό σου γέννησε, τον Άνδρα τον Γενναίο,
τον πρώτο Γραικό, τον Νικητή, σε Πόλεμο κι’ Ειρήνη.
Αυτόν τον Γιό σου εμίσεψαν, οι Δράκοντες και οι Όφεις.


  • Ευπάλαμος: Πολυμήχανος, εφευρετικός, επινοητικός, ευμήχανος.
  • Βουλή: Το θέλημα και δη των Θεών.
  • Βροτός: Θνητός, φθαρτός, νεκρός.
  • Περίδρομος: Κυκλικός, περιφερόμενος, ο καθ’ εαυτόν.
  • Νάμα: Παν ρέον υγρό,γλυκής οίνος που χρησιμποποιείται στη Θεία ευχαριστία.
  • Άφατος: Άρρητος, απερίγραπτος, ανυπολόγιστος, αφανέρωτος.
  • Φιλότης = μακαριότης = τάξης = πληροφορία
  • Νείκος = Έρις = εντροπία
  • Γραικός: Γιος της Πανδώρας και του Δία. Πρώτο όνομα των Ελλήνων.
  • Πανδώρα: Η Πανδώρα από τον Έρωτά της με τον Δία, εγέννησε τον Γραικό, ενώ από την ένωση της αδελφής της Πανδώρας, Θυίας, με τον Δία γεννήθηκαν ο Μακεδνός από τον οποίον προέρχονται οι Μακεδόνες και ο Μάγνης. Μήπως αυτή η αλληγορία της Μυθολογίας μας, κρύβει την απάντηση στο μυστήριο του Έλληνα; την ενσωματωμένη Θεόθεν κοσμική δύναμη, η οποία ενεργοποιούμενη, μέσα από την πάλη μεταξύ του καλού και του κακού, αναζητά τον μεγάλο Σκοπό;
  • Κάλλιστος: Αναφέρεται από τον Ησίοδο στο ποίημά του ‘Η Θεογονία’, ως ο Κάλλιστος μεταξύ των Αθάνατων Θεών, ο Έρως, που δαμάζει και κατανικά μέσα στα στήθη των Ανθρώπων τον Νου και την σώφρονα σκέψη. 
  • Μυχός: Το βαθύτερο σημείο. Το εσώτατο μέρος του κόλπου, του λιμανιού. Τα έγκατα.